Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(τὸν ὀφθαλμόν

См. также в других словарях:

  • око — О|КО 1 (1100), ЧЕСЕ, дв. ОЧИ|, Ю с. Око, глаз: Око лѹкаво завидьливо || о хлѣбѣ. и скѹ дь но на трѧпезѣ своѥи. (ὀφϑαλμός) Изб 1076, 165–165 об.; плачь и сльзы изъ очию испѹщаахѹ. ЖФП XII, 63г; Борисъ… тѣлъмь б˫аше красьнъ… очима добраама веселъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ …   Dictionary of Greek

  • παραβάλλω — ΝΜΑ παραθέτω για σύγκριση, συγκρίνω, παραλληλίζω (α. «δεν μπορώ να παραβάλω την εργασία τους, γιατί είναι και τών δύο άριστη» β. «παραβαλόντες οὖν παρ ἀλλήλους σκεψώμεθα», Πλάτ.) μσν. αρχ. προσφέρω κάτι σε κάποιον ως δόλωμα για να τόν προσελκύσω… …   Dictionary of Greek

  • προδίδωμι — ΜΑ 1. (κυρίως για χρήματα) δίνω εκ τών προτέρων, προπληρώνω («προδίδου τῶν χρημάτων εἰς τὸ μηδὲν ἐλλείπειν», Ξεν.) 2. απονέμω, παρέχω προηγουμένως («τῶν προδεδομένων τιμῶν», επιγρ.) 3. παραδίδω κάτι σε κάποιον προηγουμένως («τῶ ἐστιάτορι...… …   Dictionary of Greek

  • ARIMASPUS — Scythiae fluv. aureis arenis abundans, cuius accolae Arimaspi dicuntur, populi Scythiae Europaeae, habentes unum oculum in fronte, qui perpetuo bellum gerunt com gryphibus aurum et smaragdum colligentibus. Ut finxit Aristeas. Vide Herodot. Musâ 3 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λοξεύω — (AM λοξεύω, Μ και λοξεύγω) [λοξός] κάνω κάτι λοξό, πλαγιάζω («λοξεύειν τὸν ὀφθαλμόν», Λιβάν.) νεοελλ. μσν. παρεκκλίνω από την ευθεία πορεία, προχωρώ λοξά αρχ. (το ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) λελοξευμένα ασαφής ή συμβολική γλώσσα …   Dictionary of Greek

  • οφρυόσκιος — ὀφρυόσκιος, ον (Α) (κωμική λ.) αυτός που σκιάζεται από τα φρύδια («ὁφρυόσκιον τὸν ὀφθαλμόν», Πλάτ. Κωμικός). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + σκιά (πρβλ. δολιχό σκιος)] …   Dictionary of Greek

  • παραθλίβω — Α 1. θλίβω από τα πλάγια («παραθλίβειν τὸν ὀφθαλμόν», Σέξτ. Εμπ.) 2. πιέζω δυνατά («παραθλίβειν τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ», ΠΔ) 3. φράζω εν μέρει την οπή τού αυλού από την οποία φεύγει ο αέρας …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • OCULOS atque aures — ex pretiosa materia effictos, eosque certis ritibus consecratos ac Diis dedicatos et sic in horum Templis asservatos ab Aegyptiis, narrat Clemens Alexandrinus l. 5. Strom. quibus tacite ait signisicatum, Deum omnia videre atque audive. Certe… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»